πρωτεύς

πρωτεύς
ο, ΝΜΑ, και πρωτέας Ν, και δωρ. τ. πρατεύς Α
ως κύριο όν. Πρωτεύς
μυθ. θαλάσσια θεότητα, γνωστή κυρίως από την Οδύσσεια με την ονομασία ἅλιος [θαλασσινός] γέρων, ο οποίος σχετίζεται με άλλες δύο θαλάσσιες θεότητες, τον Φόρτω και τον Νηρέα και, γενικά, έχει έναν αρχέγονο χαρακτήρα, ενώ χάρη στην ιδιότητά του να μεταμορφώνεται σε λιοντάρι, σε φίδι, σε λεοπάρδαλη ή και σε κάπρο, σε νερό και σε δέντρο, χρησιμοποιήθηκε ως αλληγορική και συμβολική μορφή
νεοελλ.
ζωολ. γένος σπηλαιόβιων, ουροδελών αμφιβίων που απαντούν κυρίως στα σπήλαια τής Δαλματίας με ένα μοναδικό είδος, το Proteus anguinus
αρχ.
ως ουσ.
1. ο πρώτιστος
2. είδος κολλυρίου
3. (κυρίως στον δωρ. τ. πρατεύς) η πρώτη αρχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το προσηγορικό πρωτεύς παράγεται από το επίθ. πρῶτος και αποτελεί πιθ. υποχωρητικό σχηματισμό από το ρ. πρωτεύω. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί αν η ονομ. τής θαλάσσιας θεότητας προέρχεται από το επίθ. πρῶτος ή είναι δάνεια αιγυπτιακής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πρωτεύς — eyesalve masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτεύς — eyesalve masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρωτῆς — Πρωτεύς eyesalve masc nom pl Πρωτεύς eyesalve masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτῆς — πρωτεύς eyesalve masc nom pl πρωτεύς eyesalve masc nom/voc pl πρωτός destined fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρωτέων — Πρωτεύς eyesalve masc gen pl Πρωτέω̆ν , Πρωτεύς eyesalve masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Протей в мифологии — (Πρωτεύς) вещий морской старец (άλιος γέρων), отец Эйдофеи или Эвриномы и Кабиро, один из богов, подвластных Посейдону, пасший тюленьи стада Амфитриты. Местопребыванием его считался остров Фарос или Карпафос, куда он выходил из воды отдыхать в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Протей, в мифологии — (Πρωτεύς) вещий морской старец (άλιος γέρων), отец Эйдофеи или Эвриномы и Кабиро, один из богов, подвластных Посейдону, пасший тюленьи стада Амфитриты. Местопребыванием его считался остров Фарос или Карпафос, куда он выходил из воды отдыхать в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Πρωτεῖ — Πρωτεύς eyesalve masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτεῖ — πρωτεύς eyesalve masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρωτεῦ — Πρωτεύς eyesalve masc voc sg Πρωτώ fem nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”